Που κι νουνίζ όντες κάθεται θαμάσκεται όντες σκούται
Θεσσαλονίκη 27 Μαρτίου 2012
Που κι νουνίζ όντες κάθεται θαμάσκεται όντες σκούται
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατικής Αριστεράς
Η πρόσφατη ένταξη στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός σας, της κυρίας Μαρίας Ρεπούση, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας του Α.Π.Θ., και του επαγγελματία γυρολόγου των πολιτικών σχημάτων, κομμάτων, και ιδεολικών τάσεων, κυρίου Νίκου Μπίστη, μου προξένησε αλγεινή εντύπωση για τους εξής λόγους:
α) Ευελπιστούσα ότι εσείς θα μπορούσατε να φέρετε κάτι καινούργιο σε έναν ιδεολογικό χώρο κορεσμένο από τα προηγούμενα κόμματα και
β) Θεωρώ αρνητική τη νοηματοδότηση που προσφέρει η ένταξη της κυρίας Ρεπούση, αφού, όπως αποφάνθηκαν και πολλοί άλλοι, με το σχολικό βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης δημοτικού περί συνωστισμού, η κυρία Ρεπούση δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας. επέδειξε προχειρότητα κατά την προσέγγιση μείζονος σημασίας ζητημάτων του ιστορικού παρελθόντος και αδυναμία διακρίσεως του εκάστοτε ουσιώδους από το επουσιώδες, παρουσίασε ικανό αριθμό ανακριβειών, λαθών και παραλείψεων, ουσιώδους συχνά σημασίας.
Κύριε Πρόεδρε η επιβεβλημένη βαρύτητα στην επιταγή του Συντάγματος για την ανάπτυξη μέσω της παιδείας της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων είναι κάτι που θεωρώ ότι τα πολιτικά κόμματα αποδέχονται και προστατεύουν. Ένα βιβλίο που προσβάλλει τη μνήμη των προγόνων μας και το συλλογικό υποσυνείδητο των προσφύγων που ήρθαν κυνηγημένοι στην Ελλάδα δεν αποτελεί κατά την προσωπική σας εκτίμηση καταστρατήγηση της συνταγματικής επιταγής; Και πώς κατά τη γνώμη σας ένα τέτοιο βιβλίο θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας; Με το να δίνουμε άλλοθι στη γενοκτονία που επιχειρήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μπορούμε να διαμορφώσουμε ταυτότητα, ιστορία, συλλογική συνείδηση; Ή θα τα απορρίψουμε όλα αυτά προσδιορίζοντάς τα ως εθνικισμούς και σωβινισμούς; Το καινούργιο πρέπει να εμπεριέχει έναν δυνάμει σεβασμό σε ότι παρήλθε. Και το στίγμα του κόμματός σας θα έπρεπε να ήταν απαλλαγμένο από τέτοιες θεωρήσεις.
Ως ιστορικός οφείλω να επισημάνω ότι η κυρία Ρεπούση επέδειξε προχειρότητα κατά την προσέγγιση μείζονος σημασίας ζητημάτων του ιστορικού παρελθόντος.
Συμφωνώ μαζί σας ότι αυτή τη στιγμή για το ελληνικό κράτος και την κοινωνία υπάρχουν σοβαρά ζητήματα. Δεν θεωρώ όμως πως αυτά μπορούν να επιλυθούν μέσα από την άρνηση των αξιών που συντήρησαν μέχρι σήμερα την κοινωνία μας και περιφρούρησαν τη συνοχή της και αναφέρομαι βέβαια στην έννοια της εθνικής ταυτότητας η οποία διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις του αυτοπροσδιορισμού μας και επέτρεψε την πορεία μας στον χρόνο.
Επιλογές σαν αυτές που κάνατε με την πρόκριση στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός σας της κυρίας Ρεπούση και του κυρίου Μπίστη δεν συμβάλλουν κατά την εκτίμησή μου στην πρόκριση του νέου το οποίο ευαγγελίζεστε ως αδιάφθορος και άφθαρτος. Για αυτό έλαβα το θάρρος να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου. Είμαι σίγουρος ότι θα καταγράψετε την ένστασή μου ως έκφραση ενός απλού πολίτη που ξέρει ιστορία και αγαπά τον τόπο του και την ιστορία του. Γιατί χρέος όλων μας είναι να δικαιώσουμε τη μνήμη των προγόνων μας και να χαράξουμε μια δημιουργική πορεία στο μέλλον με ευθύνη και αίσθημα καθήκοντος. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ επιβεβλημένη την προσέγγιση της ιστορίας με άλλο πνεύμα, διαφορετικό από αυτό της κυρίας Ρεπούση. Και είμαι ένας από αυτούς που φοβούνται για το μέλλον της Ελλάδος όταν τις πολιτικές της τύχες τις κατευθύνουν άνθρωποι σαν την κυρία Ρεπούση, η οποία, αφού αμαύρωσε την παιδεία, έρχεται τώρα να δυναμιτίσει και τις προοπτικές της νέας γενιάς μέσα από την στράτευσή της στην πολιτική. Φοβάμαι για όσα θα γίνουν από την κυρία Ρεπούση, χωρίς να έχουμε λόγο..
Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Τα τελευταία χρόνια σας παρακολουθούσα με θαυμασμό. Με εξέφραζε απόλυτα ο συγκροτημένος, μειλίχιος και δημοκρατικός σας λόγος. ΄Εβλεπα στο πρόσωπό σας τον πολιτικό άνδρα, που θα μπορούσε να παίξει κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεφθαρμένο και παρακμιακό, κατά την άποψη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, Κοινοβούλιο. Πρίν από χρόνια συναντηθήκαμε τυχαία στην πόλη μου, την Βέροια, σε ένα ζαχαροπλαστείο. Αυθόρμητα σας πλησίασα τότε και σας εξέφρασα την εκτίμηση μου για το πολιτικό ήθος σας.
Στην πολιτική και ιδεολογική ορφάνια που βρίσκεται ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, ήσασταν μία ιδανική λύση. Πίστευα ότι συμπορεύεστε ιδεολογικά με τα δύο πρότυπα μου, τον Γιάννη Πασαλίδη και τον Ηλία Ηλιού, αληθινούς αγωνιστές της δημοκρατίας, σε πέτρινα χρόνια, αλλά με ξεκάθαρη εθνική και πατριωτική συνείδηση. Δυστυχώς όμως, με την απόφαση σας να εντάξετε στη Νέα Αριστερά, στο καινούριο που πολλοί προσδοκούσαμε, πρόσωπα που κρίθηκαν αρνητικά στην επιστημονική και πολιτική ζωή της χώρας μας, αμαυρώσατε το πολιτικό σας προφίλ. Πέσατε στην παγίδα της άγρας ψήφων. Λειτουργήσατε με παλαιοκομματικά κριτήρια. Δεν χτίζεται το καινούριο με παλιά και σάπια υλικά. Ποιά είναι η πολιτική σταδιοδρομία του Νίκου Μπίστη και τον εμφανίζετε στα κανάλια ως εκπρόσωπος σας; Ανοίξατε την ιστοσελίδα του, για να δείτε πόσο απαξιωτικά μιλά για την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, την μουσική και τον λαϊκό μας πολιτισμό;
Αποτελεί πλέον αδήριτη αναγκαιότητα όλα τα γεγονότα ιστορικής σημασίας να μην επιβιώνουν μόνο σε συνάρτηση με το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρθρώνονται, αλλά να αποτελούν και στοιχεία εγκιβωτισμένα στη συλλογική μνήμη των λαών και να συνιστούν και παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τις τρέχουσες οπτικές και τις εκτιμήσεις των πολιτικών συγκυριών που μας καθορίζουν, συγκυριών που νοούνται σε μια επίκαιρη και διόλου ευκαιριακή διάσταση.
Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά περίεργο να εκφράζεται από τον κύριο Μπίστη η εκτίμηση, πως η μεταφορά ιστορικών γεγονότων εθνικής σημασίας που αγγίζουν συναισθηματικά ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στο πεδίο της εξωτερικής μας πολιτικής, συνιστά τροχοπέδη για την υλοποίηση των στόχων της «ευκαιριακής» θεώρησης των εθνικών στρατηγικών μας προτεραιοτήτων.
Να συμφωνήσουμε ότι, αν υπήρχε η δυνατότητα απολυτοποίησης των στόχων της εξωτερικής μας πολιτικής και ήταν εφικτή η χάραξη επίκαιρης όχι όμως ευκαιριακής εξωτερικής πολιτικής, θα μπορούσαμε να αμβλύνουμε τα σημεία τριβής του παρελθόντος, να στραφούμε ενάντια στις ευαισθησίες της συλλογικής μνήμης και να παραγάγουμε εθνικά σημαντικά αποτελέσματα, σε μακροπρόθεσμη βάση. Επειδή όμως οι διαρκείς παλινδρομήσεις στο επίπεδο της χάραξης των στρατηγικών στόχων εκ μέρους υμών των πολιτικών δεν παρέχει εχέγγυα μιας άρσης των αδιεξόδων στο παρόν ή στο απώτερο μέλλον, επιτρέψτε μας να πιστεύουμε στη δυναμική της ιστορίας να καθορίζει ως βιωμένη πραγματικότητα τις οπτικές μας και να διαμορφώνει άξονες και κριτήρια για την αποτίμηση της οπτικής σας, που στην περίπτωση του κυρίου Μπίστη δε μοιάζει να οδηγεί ούτε στη δικαίωση του παρελθόντος μας, ούτε στην κατάκτηση του ασφαλούς μέλλοντος των παιδιών μας, πάντοτε βέβαια στο περιπεπλεγμένο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Επιπλέον είναι γεγονός ότι το αίτημα ημών των επιγόνων για τη δικαίωση των νεκρών και των εκτοπισμένων προσλαμβάνει πλέον σήμερα διαστάσεις με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να απαξιωθούν, επειδή οδηγούν στο φωτισμό πολλών σκοτεινών μέχρι σήμερα πτυχών της ιστορικής αλήθειας. Η μνήμη είναι δύναμη. Η λήθη ποτέ δε βοηθά στην αδελφοποίηση και προσέγγιση των λαών και των Εθνών. Αντίθετα η αναγνώριση και η αμοιβαία κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων ανοίγουν το δρόμο της ειρήνης και της προόδου.
Στο σημείο αυτό μάλιστα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η άποψη των βουλευτών προσφυγικής καταγωγής αποτελεί χρέος βαρύ και παρακαταθήκη για το μέλλον. Επομένως διερωτώμαι πώς μπορούν ορισμένοι από αυτούς, όπως οι φίλοι και παλαιοί σύντροφοι μου του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ Ηλίας Θεοδωρίδης και Γιάννης Αμοιρίδης να συνυπάρξουν με τους κυρίους Μπίστη και Ρεπούση κάτω από την ίδια πολιτική στέγη, όταν οι τελευταίοι φαλκιδεύουν την ίδια την ταυτότητα και την ιστορία τους με πράξεις, ρήσεις και συγγραφικά εγχειρήματα; Μήπως θα έπρεπε να σκεφτούν πολύ καλύτερα την απεμπόληση όλων εκείνων των στοιχείων που μας καθορίζουν;
Με τιμή
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας