Η πολιτική ηθική και το μαρτύριο της ποντιακής λύρας

«Και ο Μπίστης, άφεριμ, για την πατρίς καυγά με τους τραντέλλενους του Πόντου…»


... Κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα το αυτοβιογραφικό βιβλίον του Νίκου Μπίστη, «Προχωρώντας και Αναθεωρώντας», από τις εκδόσεις Πόλις, ένα δηκτικό και άκρως καταστροφικό αφηγηματικό πόνημα, που προκαλεί πόνο, οργή και θλίψη σε ένα μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μας.
Συγκεκριμένα γράφει στο βιβλίο του για τους Πόντιους:

"… Διάφοροι πρόεδροι Ποντιακών Ομοσπονδιών, που έφτασαν στα χέρια και τα δικαστήρια για το παγκάρι της Παναγίας Σουμελά, είχαν στόχο ζωής να αναγνωριστεί η «γενοκτονία των Ποντίων». Από κοντά, σύσσωμη η Δεξιά, το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, με την Αριστερά να σφυρίζει αδιάφορα, σαν να μην ήθελε να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από το «αθώο» αίτημα. Επειδή όμως ο ΟΗΕ έχει πολύ αυστηρά κριτήρια για την αναγνώριση γενοκτονιών -διαφορετικά, η ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένη από πολέμους, σφαγές, βιασμούς και εθνοκαθάρσεις ανθρωπότητα θα έμπαινε σε νέες περιπέτειες, και μάλιστα αναδρομικά, για το χατίρι προέδρων και ενώσεων αποστράτων-, περιόρισαν, τελικά, τις φιλοδοξίες τους στην αναγνώριση της «γενοκτονίας» από τη Βουλή των Ελλήνων και το ελληνικό κράτος. Κατά σατανική σύμπτωση, κάθε φορά που γινόταν -ή φοβούνταν ότι θα γίνει- μισό βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, οι επαγγελματίες ποντιοπατέρες, συνεπικουρούμενοι από ιστορικούς πέμπτης διαλογής και βουλευτές της Β΄ Αθήνας και της Βόρειας Ελλάδας όπου αφθονεί το ποντιακό στοιχείο, έριχναν λάδι στη φωτιά της αμάθειας και του φόβου. Τέτοια ήταν η πίεση, που την τελευταία στιγμή ο Σημίτης μετέτρεψε την «ημέρα της γενοκτονίας» σε «ημέρα μνήμης». Αλλά αυτό δεν τους πτόησε. Άρχισαν να γιορτάζουν την «ημέρα μνήμης» για τη γενοκτονία των Ποντίων, όπως συμπλήρωναν. Μια ομάδα κανονικών ιστορικών, και η μικρή ΑΕΚΑ από όλο το πολιτικό προσωπικό, στάθηκαν όρθιοι απέναντι στο κύμα της εθνοπρεπούς παραπληροφόρησης. Ως επικεφαλής της ΑΕΚΑ έπρεπε, μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του τηλεοπτικού χρόνου, να αναδείξω λεπτές αποχρώσεις, έχοντας απέναντί μου, κατά κανόνα, τον τηλεπαρουσιαστή που είναι πάντα με τους πολλούς για να εξασφαλίσει το παντεσπάνι του, έναν αγανακτισμένο Πόντιο, έναν κατά δήλωσή του ιστορικό, και ενίοτε τον ηθοποιό-ταγό της εθνικοφροσύνης και ίνδαλμα του Τζέημς Πάρις, τον Κώστα Πρέκα. «Πείτε το σφαγή», τους έλεγα, «πείτε το ξεριζωμό, έγκλημα, αλλά όχι γενοκτονία, γιατί στα σαντζάκια όπου οι Πόντιοι δεν ξεσηκώθηκαν για να ενισχύσουν τους Ρώσους κατά των Τούρκων, δεν τους πείραξαν. Δεν είναι λοιπόν καθολική, συστηματική εξόντωση, βάση σχεδίου, που απαιτείται για τη γενοκτονία». Ψύλλοι στ’ άχυρα. Ο ιστορικός επιτρέπεται, ίσως, να τα λέει αυτά. Ο πολιτικός όμως, που θέλει μάλιστα σταυρό στη Β΄ Αθήνας, πρέπει να συμπεριφέρεται όπως οι παλιοί μου σύντροφοι στην Αριστερά και οι μελλοντικοί μου στο ΠΑΣΟΚ: σιωπή και νηστεία από τις κακοτοπιές. Τι κι αν μ’ αυτό τον τρόπο στραβώνονται γενιές ολόκληρες και γίνονται βοά ενός φαιού εθνικισμού. Αυτοί θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα; (Σε αυτό το φίδι θα επανέλθω). Κοιτώντας σήμερα πίσω, επιμένω ότι, παρά το πολιτικό κόστος, πολύ καλά κάναμε και πήγαμε κόντρα στο ρεύμα, και σε εκείνη και σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αλλιώς δεν έχει νόημα -και οπωσδήποτε δεν έχει γούστο- να ασχολείσαι με την πολιτική. Οι καλοπροαίρετοι κάποτε θα καταλάβουν. Για τους άλλους δεν έχει σημασία, μια χαρά περνάνε παρέα με το φίδι μέσα στην τρύπα. Δεν ήταν, λοιπόν, μόνο τα ξινισμένα μούτρα μου από το μαρτύριο της λύρας που αποθάρρυναν τους Πόντιους δυνητικούς ψηφοφόρους μου. Είχαν και καλύτερους λόγους. Ο φίλος μου ο Γιώργος Καρυπίδης, φυσιολογικός Πόντιος αριστερός που ζει στη Θεσσαλονίκη, ισχυρίζεται ότι η πλειοψηφία των Ποντίων δεν τα πιστεύει αυτά. Μακάρι, παρότι οι πλειοψηφίες αρέσκονται στα στερεότυπα. Αν πάντως έχει δίκιο, καλό είναι αυτή η σιωπηλή πλειοψηφία να βρει τη λαλιά της, γιατί μόνο η μειοψηφία ακούγεται".


Γενικά η τραγική φιγούρα ενός αποτυχόντος πολιτικού μου είναι καθόλα συμπαθής. Θα έλεγα μάλιστα πως και ο κύριος Μπίστης μου ήταν συμπαθής, γιατί θεωρούσα ότι εξέφραζε μια αίρεση απέναντι σε όσα δεν άντεχε η συνείδησή του και επομένως περίμενα ότι αυτός τουλάχιστον ως ακραιφνής αριστερός δεν θα εξέπιπτε στο επίπεδο να μετουσιώνει την πικρία του έναντι των Ποντίων ψηφοφόρων της Β’ Αθηνών σε κακοήθη προσβολή της ιστορικής τους μνήμης και της πολιτισμικής συνείδησης ενός μεγάλου κομματιού του Ελληνισμού.


Δυστυχώς όμως η χολή που τον έπνιξε τον ώθησε στα εξής ατοπήματα που δεν αντέχουν στον κριτικό έλεγχο της λογικής:


α) Χαρακτήρισε ανιστόρητα ως συντελεστές του εγχειρήματος της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων που ανάλωσαν σε αυτό τον στόχο μια ολόκληρη ζωή τις σπαραζόμενες ποντιακές ομοσπονδίες συνεπικουρούμενες από την επάρατη δεξιά, το εξίσου επονείδιστο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ και από την συμβιβασμένη ενοχική αριστερά που διακατεχόταν από αβελτηρία. Επειδή όμως ισχύει και σε αυτή την περίπτωση το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», χωρίς να αμφισβητήσω την επελαύνουσα ηθική κατάπτωση του ποντιακού χώρου που καταγγέλλεται εδώ θα ρωτήσω τον ενάγοντα αν η πολιτική του διαδρομή δεν χαρακτηρίστηκε από τυχοδιωκτισμούς, ομφαλοσκοπήσεις, ξεπούλημα των ιδανικών του Πολυτεχνείου με προσγειώσεις από τον ένα πολιτικό χώρο στον άλλο, και αν όλα αυτά δεν έγιναν «για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ελένη είδωλο και ομοίωμα», όπως λέει ο Σεφέρης. Όσο για την αδιαφορία της ελληνικής αριστεράς απέναντι σε αυτό που ο κύριος Μπίστης προσδιορίζει ως πατριδοκαπηλία, θα μπορούσα να αντιστρέψω το επιχείρημα ενοχοποιώντας την αριστερά στην Ελλάδα για τη μη συμμετοχή της στην καταγγελία της σφαγής αθώων, καταγγελία που ενστερνίζεται πλήρως η πλειοψηφία της Αριστεράς στην Τουρκία. Γιατί η ιδεολογία της αριστεράς συνυφαίνεται με την καταδίκη της κρατικής βίας και τη συστράτευση σε κάθε απόπειρα καταγγελίας μαζικών εγκλημάτων όπως οι γενοκτονίες. Προφανώς οι θέσεις του κυρίου Μπίστη όχι μόνο δεν είναι αριστερές αλλά εμπεριέχουν στοιχεία φασισμού.


β) Αποφάνθηκε πως ο ΟΗΕ έχει αυστηρά κριτήρια που αφορούν στην αναγνώριση των Γενοκτονιών. Και μετά την αυθαίρετη αυτή γενίκευση κατέφυγε με δηκτικό χιούμορ στην ειρωνική ευχή πως η ύπαρξη αυτών των κριτηρίων μας προστατεύει από ρεβανσισμούς. Επειδή όμως βιώνουμε την περίοδο της κυριαρχίας των ειδικών σε όλα τα επιστημονικά πεδία η αυτοαναγόρευση του κυρίου Μπίστη σε ειδικό τιμητή των αξιών του ΟΗΕ προκαλεί μεγάλη θυμηδία σε τεχνοκράτες, όπως οι Καθηγητές του Διεθνούς Δικαίου Κωνσταντόπουλος, Χατζηκωσταντίνου, Ήφαιστος, Κούφα, Συρίγος, Ζάϊκος, οι οποίοι πήραν ξεκάθαρη θέση για την γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, ή ο διδάκτορας του ΑΠΘ Παπασπηλιώτης, του οποίου η διδακτορική διατριβή είχε ως θέμα «Το Έγκλημα της Γενοκτονίας». Η αυθαίρετη συναγωγή συμπερασμάτων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των επαϊόντων επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τον κανόνα: η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια. Πολλώ δε μάλλον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης…

γ) Χαρακτήρισε ως παραχώρηση στην σώφρονα πολιτική του διεθνούς οργανισμού την προσφυγή των ποντίων στην Βουλή για το μείζον θέμα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Και μάλιστα, αφού απαξίωσε την Βουλή των Ελλήνων ως αναγκαστική επιλογή τρίτης διαλογής, προσέφυγε σε αδόκητους χαρακτηρισμούς των ιστορικών κατατάσσοντάς τους σε πέντε ή μήπως έξι διαβαθμίσεις- αλήθεια αυτός ως ιστοριοδίφης εις ποίαν βαθμίδα αυτοκαταχωρίζεται- και παράλληλα πήρε η μπάλα και τους πόντιους βουλευτές της Β’ Αθήνας - ενορχηστρωμένος ο καημός για τον αποκλεισμό του εκ του Κοινοβουλίου αλλά και τους Πόντιους της Βόρειας Ελλάδας οι οποίοι κατηγορούνται για υπερευαισθησία περί τα ποντιακά αλλά και τα πατριωτικά-εθνικά. Και όλα αυτά προσδιορίζονται από τον κύριο Μπίστη ως εκδηλώσεις που απορρέουν από την αμάθεια και τον φόβο. Του ανταποδίδουμε την αμάθεια, αφού η ιστορία ως μούσα επηρεάζει τους ευαισθητοποιημένους, τους επαΐοντες αλλά και τους απροκατάληπτους, χαρίσματα που διαφεύγουν από τον εμπαθή συντάκτη του λιβελογραφήματος, του ανίκανου να πραγματώσει την ενσυναίσθηση, βασική προϋπόθεση για την κατανόηση και την ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων…

δ) Τα περί μετατροπής της «ημέρας γενοκτονίας» σε «ημέρας μνήμης» από το δήθεν εκσυγχρονιστικό σημιτικό μηχανισμό δεν ισχύουν για το μαρτυρικό ποντιακό ελληνισμό και την 19η Μαΐου. Στο θολωμένο του μυαλό μπέρδεψε την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, με την 19η Μαΐου. Από το περιεχόμενο του λιβελογραφήματος όμως επιβεβαιώνεται ποιοί ήσαν εκείνοι που αντιδρούσαν στην έκδοση των ντοκουμέντων της γενοκτονίας και στον αγώνα της διεθνούς αναγνώρισης. Ποιοί πρωτοστάτησαν απέναντι στο κύμα της εθνοπρεπούς αναγνώρισης. Ποιοί πρέπει κάποια μέρα να απολογηθούν απέναντι στον ελληνικό λαό. Όποιος περιφρονεί την ιστορία αυτή τον εκδικείται.


ε) Υπαινίσσεται πως υπάρχουν «κανονικοί ιστορικοί» και «μη κανονικοί» με απροσδιόριστα χαρακτηριστικά αμφότεροι, κατηγοριοποίηση που δεν πειθαρχεί σε λογικούς προσδιορισμούς, η οποία μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ως κανονικούς όσους έχουν θέσει σκοπούς αποδόμησης της ιστορίας, βλέπε Ρεπούση, μια και είναι θαυμαστής της, αλλά με την ίδια ευκολία και όσους είναι π.χ. κοντοί. Παράλληλα ο κ. Μπίστης αναφέρεται στην γενναία στάση της μικρής ΑΕΚΑ που δρέπει δάφνες για τη στάση της απέναντι στην εθνοπρεπή παραπληροφόρηση, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μειοψηφίες του 0,25% δεν διαμορφώνουν τις πολιτικές πολλώ δε μάλλον τις διπλωματικές εξελίξεις. Αναφορικά τέλος με την εκδοχή του χαρακτηρισμού των λοιπών μετεχόντων στα τηλεοπτικά παράθυρα εφήμερων αστέρων της φθαρτής καθημερινότητας πρέπει να γίνει σαφές ότι και ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής της εφήμερης καθημερινότητας όπως και οι απόψεις του που δεν πατάν σε στέρεα ιστορική γνώση δεν υπαγορεύονται από τους κανόνες και τις αρχές της ιστορικής έρευνας και καταφεύγουν σε απλουστεύσεις του στυλ οι Τούρκοι δεν πείραξαν τους Χριστιανούς των σαντζακίων του Ανατολικού Πόντου, που δεν τους επιτέθηκαν. Τέτοια όμως ανιστόρητη βεβαιότητα δεν έχει εκφράσει ούτε η φιλοσκοπιανή-φιλοβουλγαρική και φιλοτουρκική Bulgarmac στην ιστοσελίδα της. Οι θέσεις αυτές του Μπίστη εκφράζονται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας. Αν κάνατε τον κόπο να διαβάσετε τον 5ο τόμο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που η Ελληνική Βουλή μου ανέθεσε και μάλιστα τις σελίδες 386-387, στις οποίες παρατίθεται το σχετικό έγγραφο που αφορά στην δίωξη των Ελλήνων της Τραπεζούντας ίσως και να αποκτούσατε ιστορική συνείδηση απαλλαγμένη από αδόκητα στερεότυπα και φαντασιακές κοινοτοπίες. Αλλά εσείς δεν διαβάζεται ιστορικούς αδιαβάθμητης κατηγορίας. Αν η υπόθεσή σας ευσταθεί, πώς θα ερμηνεύατε την φυγή 90.000 Ελλήνων που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό στην εμφυλιοκρατούμενη Γεωργία το Φεβρουάριο του 1918 από την περιοχή που αναφέρεστε. Είμαι σίγουρος ότι αγνοείται τις ιστορικές λεπτομέρειες τσαλαβουτάτε αυθαίρετα όπου δει και αγωνίζεστε να αποδείξετε εκ προοιμίου δεδομένες παραδοχές που ταιριάζουν με τις στερεότυπες αντιλήψεις ενός πατριδοκάπηλου αμοραλισμού. Του ίδιου που σας υπαγορεύει να καβαλάτε πότε τη μια ιδεολογία, πότε την άλλη, πότε τη μια παράταξη, πότε την άλλη. Αρκεί να υπάρχει το... παντεσπάνι…
στ) Ο καημός του κυρίου Μπίστη για την αποτυχία του στη Β’ Αθήνας ο στρεφόμενος αυτόχρημα και κρουνηδόν κατά των ποντίων της περιφέρειας επανέρχεται στο τέλος του κειμένου περισσότερο ως προτροπή προς τον ίδιο του τον εαυτό για έναν μελλοντικό χρήσιμο συμβιβασμό με την κυρίαρχη αντίληψη για την εθνική ιστορία. Ο τόνος μετατρέπεται από διθυραμβικός σε απολογητικός, εξομολογητικός. Κάτι σαν τη φωνή της συνείδησης που πνίγεται μέσα στην αμάθεια, την προκατάληψη και το χαμηλό επίπεδο της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που θα υποτάξει στον βόρβορο της προκατάληψης και της πατριδοκαπηλίας το ελεύθερο πνεύμα του κυρίου Μπίστη. Έτσι για να μαθαίνουν οι νεότεροι πως κάποτε υπήρξε και ένας αλεξιπτωτιστής Μπίστης, ο τα πάντα κατέχων, απόγονος του homo universales και για αυτό ξινός ή ξινισμένος, που βγάζει σπυράκια στο άκουσμα της ποντιακής λύρας αλλά αυτοχειριάζεται πνευματικά αν και διαμαρτυρόμενος σε καταστάσεις πνευματικής εγρήγορσης και υποτάσσεται παντοπόρος άπορος ο ίδιος στην πολιτική σκοπιμότητα. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας όμως δεν περνάει από τους Μπίστηδες του κόσμου τούτου. Είναι υπόθεση ενός περήφανου λαού. Και ως τέτοια είναι όνειρο που θα λάβει κάποτε δικαίωση όπως λέει ο Ελύτης. Μια δικαίωση κόντρα στις συμβάσεις, τους Μπίστηδες, την μικροπολιτική και τους εφήμερους κήρυκες του κακώς νοούμενου προοδευτισμού.

 
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας