Χρήστος Αντωνιάδης

Εντάμαν πούλι μ΄ με τοι αγγέλ’ς τη μάνα σ΄ παρηγόρα, τα γόνατα μ΄ εκόπανε κ΄η ψή μ΄επεκρεμάεν.

Ένας φίλος που έφυγε από τη ζωή, ένας άνθρωπος που δεν έπρεπε να πεθάνει, ένα πνευματικό ανάστημα με ξεχωριστή σημασία για όλους, αλλά ιδιαίτερα για μας τους Ποντίους ήταν ο Χρήστος Αντωνιάδης. Σήμερα, σαράντα μέρες μετά το αιώνιο ταξίδι του, που μαζευτήκαμε για να τον θυμηθούμε, προτείνω να τον πλάσουμε με την φαντασία μας, να τον στήσουμε σιγά-σιγά στην μνήμη και την ψυχή μας, να τον νιώσουμε κοντά, πολύ κοντά μας και να τον αφήσουμε να μας μιλήσει. Να μας πει για τα παιδικά του χρόνια, για την προσφυγική οικογένεια που τον ανάστησε  με το όραμα των αλησμόνητων πατρίδων, να μας ψιθυρίσει πόσες φορές έχτισε στην παιδική του  μνήμη την μακρινή τη γη του ανεμοδαρμένου Πόντου, πόσες φορές τραγούδησε μαζί με τον φλοίσβο των κυμάτων, μαζί με την άρμη του πελάγου, τους χιλιοτραγουδισμένους θρύλους του τόπου αυτού. Και έπειτα να τον αφήσουμε να μας μιλήσει για τα χρόνια των σπουδών του, για την αγάπη του για την ιατρική, για το πανανθρώπινο μήνυμα που εξέπεμπε όταν βοηθούσε τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Ένας γιατρός που σεβόταν τον όρκο του, ένας γιατρός που ήταν πάνω από όλα άνθρωπος. Τι να πρώτο ξεχωρίσω από όσα λαμπρά έπραξε ως επαγγελματίας! Δεν θα πω τίποτα άλλο παρά μόνο ότι τον αγαπούσαν, τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν πολλοί άνθρωποι, πως πολλοί έπιναν νερό στο όνομά του, πως ακόμα περισσότεροι αποζητούσαν την φροντίδα του. Και εκείνος, ψηλός, όμορφος, με αετίσιο βλέμμα και την κατάλευκη χαίτη των μαλλιών του να ανεμίζει έσκυβε στον ανθρώπινο πόνο. Θεράπευε, φρόντιζε, παρηγορούσε, διαπαιδαγωγούσε. Τον αγαπούσαν μικροί-μεγάλοι με μια αφοσίωση πρωτόγνωρη. Και η αναγνώριση ήρθε σιγά-σιγά σαν κάτι που κατακάθισε μέσα του με ανάερο τρόπο: τον κάλεσαν, μαζί με τον αδελφικό του φίλο και συνάδελφο Παναγιώτη Σελβιαρίδη να θεραπεύσει έναν ηγέτη, τον Γκλιγκόρωφ. Και όμως αυτή η διάκριση δεν τον έκανε ξιπασμένο. Γιατί ο Χρήστος, ή το παιδί μέσα του, δεν «καβαλούσε το καλάμι», δεν έμενε πίσω από τα πράγματα.. Πραγματικά ο ίδιος κατάφερε να μείνει αυτό που ήταν για όλους εμάς που τον ξέραμε: ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Και οι ευαισθησίες του εκδηλώθηκαν μέσα από την φαντασιακή διάσταση του ποντιακού τραγουδιού: εκεί ο Χρήστος μεγαλούργησε, έκανε όλους μας να δακρύσουμε, να ταξιδέψουμε στον Πόντο, να σκάψουμε μέσα μας, να αναβιώσουμε τον νοσταλγικό εαυτό μας… Τραγούδησε τον πόνο της απώλειας της πατρίδας, τον μόχθο και τον έρωτα, την αγάπη και την πίστη σε αξίες.

Και το πιο σημαντικό από όλα ήταν πως όλα αυτά μας τα έδωσε απλόχερα, βοήθησε να γίνουν μέρος της ψυχής μας. Και γι’ αυτό και για όλα τα άλλα θα τον κουβαλάμε πάντα μέσα μας.
« Βάσταξον κάρδια μ’ βάσταξον αν θέλεις κι αν ‘κι θέλεις, όπως βαστάζ’ η θάλασσα τη κόσμη τα καράβεα όπως βαστάζ’ ο ουρανόν εκείνα όλα τ’ άστρα, όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν ‘ς ση καζαντζή τα χέρα, Όπως βαστάζ’ το σίδερον ‘σ σην βαρυτσακουτσέαν βάσταξον κάρδια μ’ βάσταξον αν θέλεις κι αν ‘κι θέλεις. Βάσταξον, καρδιά μ’ βάσταξον, κάμποσα χρόνεα κι’ άλλο, όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν, όπως βαστάζνε τα δεντρά  την παραγρανεμίαν». Είναι οι στίχοι του δημοτικού μας τραγουδιού που φωτογραφίζουν τον πρωταγωνιστή μας, γιατί ανταποκρίνονται στον ψυχικό του κόσμο  και προδιαγράφουν το θλιβερό μήνυμα της απώλειας του. «Βασταξον’ καρδιά μ’». Συγκλόνισε η είδηση του θανάτου όσους τον γνώριζαν. Σεμνός, συνετός και πάντα χαμογελαστός, παρείχε ηρεμία και αγάπη στον συνομιλητή του. Δυστυχώς, η καρδιά που γι’ αυτή ο γιατρός έγραψε τόσο όμορφους στίχους, τον πρόδωσε ξημερώματα Τρίτης, στις 30 Ιανουαρίου 2013, σαν να γνώριζε εκ των προτέρων τα παιχνίδια της μοίρας.
 
Ο Χρήστος Αντωνιάδης γεννήθηκε στην Ξηρολίμνη της Κοζάνης καταγόμενος από προσφυγική οικογένεια προερχόμενη από την περιοχή της Ματσούκας. Στο νέο τόπο εγκατάστασης, η παρουσία των προσφύγων οδήγησε σε σκληρό ανταγωνισμό με τους αυτόχθονες στην αγορά εργασίας, στην προσπάθεια για απόκτηση γης αλλά και σε όλη την κλίμακα των επιχειρηματικών και κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων. Τα επίθετα "πρόσφυγας", "τουρκόσπορος" και άλλα προσέλαβαν την πιο υποτιμητική και περιφρονητική σημασία. Στα δύσκολα αυτά χρόνια της νέας τους εγκατάστασης ακόμα και αυτή η ελληνικότητα των προσφύγων αμφισβητήθηκε από τους γηγενείς. Η τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού, η αβεβαιότητα της επιβίωσης, το όνειρο της επιστροφής στον χαμένο παράδεισο της ‘’πατρίδας’’ λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην άμεση ενσωμάτωσή τους στην Ελληνική κοινωνία. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η οχύρωση και διαφύλαξη των πολιτιστικών και ηθικών στοιχείων της προσφυγικής παράδοσης ήταν πολλή έντονη. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια και η καταλυτική επίδραση των γεγονότων της δεκαετίας του 1940 για να σβηστεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων. Αυτός ήταν ο Χρήστος. Δυστυχώς, το χωριό του, η Ξηρολίμνη, που αγάπησε τόσο πολύ και αφιέρωνε τον ελεύθερο χρόνο στο πανέμορφο κτήμα του, η Κοζάνη, η Δυτική Μακεδονία, η Ελλάδα και ολόκληρος ο οικουμενικός ελληνισμός έχασαν έναν μεγάλο στυλοβάτη της ποντιακής παράδοσης και της επιστήμης. Το έργο του θα μείνει παρακαταθήκη στους επόμενους.
 
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Το 1976 συνέχισε τις σπουδές του στην Γερμανία, ως εσωτερικός βοηθός της νευροχειρουργικής σχολής του Πανεπιστημίου Ulm όπου και εκπαιδεύτηκε εντατικά στην μικροχειρουργική και τη νευροδιαγνωστική. . Μετά τη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα επέστρεψε στην Γερμανία όπου το 1982 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ulm. Η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα ΄τη Μικροχειρουργική αντιμετώπιση ανευρυσμάτων του εγκεφάλου΄΄. Ως το 1986 συνέχισε τις έρευνές του στην πανεπιστημιακή κλινική του Ulm. Το συναδελφικό και ανθρώπινο κλίμα του πανεπιστημίου τον βοήθησε, όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Σελβιαρίδης, να εξελιχθεί σε έναν χαρισματικό και ευρωπαϊκού επιπέδου Νευροχειρούργο. Η φήμη του ξεπέρασε τα ελληνικά και ευρωπαϊκά σύνορα. Ήταν καθηγητής πολλών καθηγητών της Νευροχειρουργικής. Το 1992 εκλέχτηκε Λέκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1998 επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ. Με δική του επινόηση, στη Νευροχειρουργική Κλινική του ΑΠΘ υπό την διεύθυνση του καθηγητή κ. Φόρογλου και όλων των συνεργατών της κλινικής, ανέπτυξε νέα μέθοδο στην αντιμετώπιση των χρόνιων υποσκληριδίων αιματωμάτων με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των υποτροπών και τον μηδενισμό της θνητότητας. Ο πραγματικός δάσκαλος φαίνεται επίσης από τον τρόπο που κινείται μέσα στον ακαδημαϊκό του χώρο. Ήταν ξεχωριστή η αγάπη και το αληθινό ενδιαφέρον του για την πρόοδο των φοιτητών του. Όμως ήταν αμοιβαία και η εκτίμηση των φοιτητών στο πρόσωπο του. Δεν ήταν φοιτητοπατέρας , ούτε χρειαζόταν αυτόν τον άχαρο διαμεσολαβητικό ρόλο, για να πετύχει κάποια συμμετοχή σε προγράμματα ή άλλου είδους ανήθικες συνδιαλλαγές. Τον Χρήστο μας, εμείς που τον ξέραμε από κοντά, δεν τον άγγιζαν οι καρκινοφόρες συνδικαλιστικές ίντριγκες και τα ανήθικα παιχνίδια. Ενδιαφερόταν μόνο για την επιστήμη του. Το συγγραφικό και ερευνητικό του έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 150 εργασίες που έχουν ανακοινωθεί σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά συνέδρια ή έχουν δημοσιευτεί σε πρακτικά διεθνών συνεδρίων.  Στα επιστημονικά ιατρικά συνέδρια οι συνάδελφοι του τον παρακολουθούσαν με θαυμασμό και κρέμονταν από τα χείλη της επιστημονικής του γνώσης και τεκμηρίωσης.  Ωστόσο συνειδητά δεν επεδίωξε την εξέλιξη σε μεγαλύτερες βαθμίδες, επειδή δεν ήθελε να υποβάλει την ταπεινότητά του στη βαναυσότητα των στημένων εκλογικών διαδικασιών. Ο σπουδαιότερος παράγων, που δεν επέτρεψε τον Χρήστο να γίνει καθηγητής, μας εξομολογείται ο Γεώργιος Παρχαρίδης, καθηγητής καρδιολογίας του Α.Π.Θ., ήταν η ασυμβίβαστη και ελεύθερη προσωπικότητά του. Δεν έσκυψε, ούτε ήταν συγγενείς κάποιου καθηγητή. Όταν στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ δημιουργήθηκε ασφυκτική ατμόσφαιρα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και θεατρινισμούς, αφού επέλεξε την μερική απασχόληση, γιατί δεν ήθελε να αποκοπεί από τους φοιτητές του και την έρευνα, έφυγε και πήγε στο Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο. Εκεί απελευθερωμένος δεν άργησε να δείξει τις ικανότητες του. Γινόταν αληθινό προσκύνημα στα Διαβαλκανικό κέντρο. Ασθενείς  από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, στριμώχνονταν καθημερινά στο διάδρομο, περιμένοντας υπομονετικά να τους εξετάσει...
 
(Ολόκληρο το άρθρο στο παρακάτω συνημμένο)