"Οι γενοκτόνοι της συλλογικής μνήμης"

Με αφορμή το άρθρο του Τάκη Καμπύλη ( Νέα 22/5/2006), που είχε τον τίτλο «η εκμετάλλευση της τραγωδίας», καθώς  και το ιδίου ύφους άρθρο του Γ. Βούλγαρη, ως Καθηγητής της Ιστορίας που εντρυφώ χρόνια τώρα στα αρχεία που αφορούν στον Πόντο, αλλά και ως Πόντιος με σαφή συναίσθηση του δικαιώματος των προγόνων μου να δικαιωθούν ενώπιον της ιστορίας, επιθυμώ να σας γνωστοποιήσω τα εξής:

1) Εκπλήττομαι με την επιλογή μιας δημοκρατικής εφημερίδας να δημοσιεύει τέτοιου επιπέδου άρθρα, τα οποία  τραυματίζουν τη συνείδηση των Ποντίων από τη μια και φανερώνουν ασύδοτη άγνοια της ιστορίας από την άλλη.

2) Ο όρος γενοκτονία επινοήθηκε το 1948, όχι για να αποτελέσει σημείο αναφοράς για μελλοντική έκβαση των καταστάσεων, κάτι που άλλωστε δε θα είχε νόημα για μια ανθρωπότητα που έβγαινε από τη λαίλαπα του Β παγκοσμίου πολέμου, αλλά κυρίως για να στιγματίσει καταστάσεις του παρελθόντος, οι οποίες προσέλαβαν διαστάσεις εθνοκάθαρσης στα πλαίσια  των εθνογενετικών διαδικασιών του παρελθόντος. Στην περίπτωση που η θεσμοθέτηση του όρου γενοκτονία μπορούσε να νοηθεί μόνο με terminus postquem το 1948, η παγκόσμια απόπειρα αποτροπής παρόμοιων φαινόμενων θα εντασσόταν στα πλαίσια του γελοίου, ή θα ερμηνευόταν ως έκφανση κινδυνολογίας. Εξάλλου η σύνδεση των γενοκτονιών των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου, των Ασσυρίων ή των Εβραίων με συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες θα πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη. Και επειδή η ιστορία ως επιστήμη εστιάζει στο παρελθόν και επικεντρώνεται σε αιτιολογικές νομοτέλειες, η όποια χρήση του όρου «γενοκτονία» με μελλοντολογικές προοπτικές στερείται αιτιολογικού συγκείμενου και επιστημονικού υπόβαθρου.

3) Αναφορικά με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σύμβαση για τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας, είναι σίγουρο ότι η περίπτωση των Ποντίων  εκπληρώνει τους όρους που προαναφέρθηκαν, αφού αρχικά έχει αποδειχτεί από την ιστορική έρευνα η εκπόνηση ενός σχεδίου εξόντωσής τους, ενταγμένο στη διαδικασία του εκτουρκισμού των πάλαι ποτέ «μιλλέτ» του οθωμανικού ηγεμονικού πλαισίου και συνεπικουρούμενο από τις διεθνείς διπλωματικές συγκυρίες (π.χ η πολιτική κάλυψη του εκτοπισμού των Ελλήνων από τα παράλια στην ενδοχώρα που προσφέρθηκε από την γερμανική κυβέρνηση). Το σχέδιο υλοποιήθηκε σε διάφορες φάσεις από το 1914 ως το 1923 και δε σχετίζεται μόνο με τη ρωσική εισβολή στις περιοχές του ιστορικού Πόντου, όπως ανιστόρητα αναφέρεται στο περί ου ο λόγος άρθρο.  Εξάλλου εκτενείς αναφορές των τουρκικών θηριωδιών διασώζονται στην εφημερίδα της Τραπεζούντας «Εποχή»,  της περιόδου 1919-1921. Η δεύτερη προϋπόθεση που θεωρείται ως ικανή και αναγκαία συνιστώσα του όρου γενοκτονία είναι κατά τον αρθρογράφο η ενοχοποίηση της διωκόμενης ομάδας, με κριτήριο την ιδιαιτερότητά της. Στην περίπτωσή μας λοιπόν οι Πόντιοι αποτέλεσαν ιδιαίτερη εθνο-πολιτισμική ομάδα με χαρακτηριστικά διάφορα από εκείνα της κυρίαρχης ομάδας και γι αυτό μη αφομοιώσιμα. Η διαφορετικότητα ενεργοποιούσε στην περίπτωση αυτή τη διαδικασία της εθνοκάθαρσης, με ζητούμενο την ομοιογένεια του μετασχηματισμένου από οθωμανικό σε  τουρκικό κράτος,  κάτι που προϋπέθετε την εξόντωση του πολιτισμού της ετερότητας, πολιτισμού τον οποίο εκπροσωπούσαν οι Πόντιοι.

4) Η  μνεία που έγινε από τον επιφυλλιδογράφο των Νέων στην έλλειψη προγενέστερων του 1974, ή καλύτερα του 1981 διεκδικήσεων αναγνώρισης της γενοκτονίας από εκπροσώπους και φορείς των Ποντίων, δε λαμβάνει υπόψη της, από τη μια την τραυματική διαδικασία αποκατάστασης, η οποία μετεξελίχτηκε σε τραγωδία με το σύμφωνο φιλίας του Βενιζέλου και τις εκχωρήσεις των περιουσιακών στοιχείων των ξεριζωμένων από το στυγνό  αθηνοκεντρικό κράτος ή τις εθνικές περιπέτειες της μεταξικής δικτατορίας, της κατοχής και του εμφυλίου, στις οποίες πήραν επίσης μέρος οι πρόσφυγες, κουβαλώντας το βαρύ φορτίο της μνήμης και του νόστου. Από εκείνες τις τραγικές περιόδους  σώθηκαν μόνο μερικά σπαράγματα μνήμης και μια ασαφής έκφραση της ανάγκης για δικαίωση των νεκρών διάσπαρτη στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο. Ωστόσο η απόπειρα στέρησης από τους Ποντίους κάθε προοπτικής νομιμοποίησης του αιτήματός τους με το σκεπτικό της μεθύστερης ωρίμανσής του αγνοεί κατάφωρα τις διαδικασίες διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης των πληθυσμιακών ομάδων, διαδικασίες που εκδηλώθηκαν σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες.

5) Όσον αφορά τέλος τις «ιστορικά αβάσιμες» διεκδικήσεις των Ποντίων επιθυμούμε να επισημάνουμε τα εξής:

α) Ο γράφων αγνοεί συνειδητά η ασυνείδητα την έκδοση των 14 τόμων των πηγών της γενοκτονίας που προέρχονται από προξενικά έγγραφα όλων των εμπλεκομένων χωρών και παράλληλα παραβλέπει τον τόμο που εκδόθηκε αναφορικά με το θέμα από τη Βουλή των Ελλήνων.

β) Ο γράφων αποποιείται με ασυγχώρητη επιπολαιότητα τη διαμαρτυρία των Ελλήνων συγγραφέων και καλλιτεχνών προς τους διανοούμενους της Ευρώπης και της Αμερικής   στα πλαίσια της οποίας αναγράφεται «μετά βαθυτάτης συγκινήσεως οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Ελλάδος απευθύνονται προς τους διανοούμενους του πεπολιτισμένου κόσμου όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του Ελληνικού Πόντου. Ξηρά εξακριβωμένα και αναμφισβήτητα τα γεγονότα είναι τα εξής: Οι Τούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Μερζιφούντας .. μετετόπισαν τον άρρενα πληθυσμόν των πόλεων Τριπόλεως, Κερασούντος, Ορδούς, Οινόης, Αμισού και Πάφρας, καθ οδόν δε κατέσφαξαν τους πλείστους εξ αυτών…έκλεισαν εντός του ναού του χωριού Ελεζλή εν Σουλούτερέ 535 Έλληνας και τους κατέσφαξαν διασωθέντων μόνο τεσσάρων..Απηγχόνισαν εν Αμασεία 168 προκρίτους Αμισού και Πάφρας.. Οι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ όψιν των διανοουμένων της Ευρώπης και της Αμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνο τα γεγονότα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος. ’ννινος Χ., Αυγέρης Μ., Βλαχογιάννης Ι., Βώκος Γερ., Γρυπάρης Ι., Δούζας Α., Δροσίνης Γ., Ζάχος Α., Θεοδωροπούλου Α., Θεοτόκης Κ., Ιακωβίδης Γ., Καζαντζάκης Ν., Καζαντζάκη Γ., Μαλακάσης Μ., Μαλέας Κ., Μένανδρος Σ., Νικολούδης Θ., Νιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς Κ., Παπανατωνίου Ζ., Παράσχος Κ., Πασαγιάννης Κ., Πολίτης Κ., Πωπ Γ., Σικελιανός Α., Σκίπης Σ., Φιλλύρας Ρ., Χατζιδάκης Γ., Χατζόπουλος Δ., Χορν Π., Σβορώνος Ι. μεθ όλης της πικρίας μου δια την κυρίως υπό της Γαλλίας και υπό ουδενός αισθήματος ή συμφέροντος ανθρωπίνου δικαιολογουμένην εγκατάλειψιν εις σφαγήν των Χριστιανών»

γ) Ο γράφων αγνοεί τη δημογραφική σύνθεση, την πολιτική διαίρεση και την κατάτμηση σε μητροπολιτικές περιφέρειες των επαρχιών του Πόντου, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί τις στρεβλές γνώσεις του για να εφεύρει εκ του πονηρού ή όχι ελαφρυντικά για τις τουρκικές θηριωδίες, ως μη όφειλε.  Συγκεκριμένα η εκδοχή ότι οι αγαστές σχέσεις της περί τον Χρύσανθο ελίτ στη μητροπολιτική περιφέρεια Τραπεζούντας υπήρξε από μόνη της ικανή να αποτρέψει τις σφαγές στις μητροπολιτικές περιφέρειες Τραπεζούντας, Κολωνίας, Χαλδίας, Αμισού, Ροδοπόλεως, Νεοκαισαρείας συνιστούν μια εικασία που αντιφάσκει στα δεδομένα της έρευνας των αρχείων της περιόδου.

δ) Ο γράφων αποφαίνεται περί της ποντοαρμενικής ομοσπονδίας χωρίς να εντρυφήσει στις πηγές και αγνοεί ηθελημένα ή αθέλητα την προοπτική της δημοκρατίας του πόντου που υποστηρίζεται ακόμα και από επίσημα έντυπα της περιόδου όπως η εν Βατούμ εκδοθείσα με το ίδιο όνομα εφημερίδα του Θεοφυλάκτου. Η παντελής έλλειψη γνώσης από μέρους του θυμίζει το ρητό «πορεύεσαι ξυπόλυτος στα αγκάθια».

ε) Τέλος η χρησιμοποίηση των αφομοιωτικών προσπαθειών των βαλκανικών λαών ως επιχειρημάτων για την υποτίμηση της γενοκτονίας και την αναγωγή της σε συνήθη τακτική φαντάζει μυθοπλασία και εξυφαίνει αδικαίωτα από την πειθώ της ιστορίας σενάρια που δεν  στηρίζονται στη λογική και δεν υπαγορεύονται από λογικές αλληλουχίες.

Είναι πλέον γεγονός ότι οι «ολίγον ιστορικοί» παράγουν μια παρολίγον ιστορία που δεν αντέχει στη νέμεση του χρόνου και την μήνιν της αλήθειας και επομένως χρήζει μιας συστηματικής ..γενοκτονίας για να μην φαλκιδεύσει την αντικειμενική γραφή και τη συλλογική παρακαταθήκη.

Και είναι σίγουρο ότι οι εφημερίδες που σέβονται τον εαυτό τους δε φιλοξενούν σε περιόδους συλλογικής μνήμης και περισυλλογής ανιστόρητες εκδοχές που τραυματίζουν ανεπανόρθωτα την ευαισθησία μας.

Aναρωτιέμαι ποια είναι η γνώμη του Γιάννη Καψή, πατέρα του εκδότη και Διευθυντή της εφημερίδας «Νέα» για τη σκύλευση των αδικαίωτων νεκρών.